- επιρροια
- ἐπίρροιαἡ Diod. = ἐπιρροή См. επιρροη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπιρροίᾳ — ἐπιρροίᾱͅ , ἐπίρροια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρροια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἐπιρροίας — ἐπιρροίᾱς , ἐπίρροια fem acc pl ἐπιρροίᾱς , ἐπίρροια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρροίαις — ἐπίρροια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρροιαι — ἐπίρροια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρροιαν — ἐπίρροια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… … Dictionary of Greek